- καρδιαλγικός
- -ή, -ό (Α καρδιαλγικός, -ή, -όν [καρδιαλγία]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιαλγία2. αυτός που πάσχει από καρδιαλγίααρχ.αυτός που πάσχει από στομαχόπονο, ο στομαχικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδιαλγικός — afflicted with heartburn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιαλγικά — καρδιαλγικός afflicted with heartburn neut nom/voc/acc pl καρδιαλγικά̱ , καρδιαλγικός afflicted with heartburn fem nom/voc/acc dual καρδιαλγικά̱ , καρδιαλγικός afflicted with heartburn fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιαλγικόν — καρδιαλγικός afflicted with heartburn masc acc sg καρδιαλγικός afflicted with heartburn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιαλγικοί — καρδιαλγικός afflicted with heartburn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιαλγικῷ — καρδιαλγικός afflicted with heartburn masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
cardiálgico — cardiálgico, a adj. Med. De [la] cardialgia. * * * cardiálgico, ca. (Del gr. καρδιαλγικός). adj. Med. Perteneciente o relativo a la cardialgia. * * * ► adjetivo Relativo a la cardialgia … Enciclopedia Universal
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
cardiálgico — cardiálgico, ca (Del gr. καρδιαλγικός). adj. Med. Perteneciente o relativo a la cardialgia … Diccionario de la lengua española